- τριχιουρίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια περκόμορφων ιχθύων, με τυπικό γένος τον τριχίουρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiuridae < trichiurus (βλ. λ. τριχίουρος) + -idae (< κατάλ. -ίδες)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαθόψαρο — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων περκόμορφων σαρκοφάγων ψαριών τής οικογένειας τριχιουρίδες, που έχουν χαρακτηριστικό επίμηκες σώμα σαν τού χελιού, κοντό επίμηκες ραχιαίο πτερύγιο και υποτυπώδη οξύληκτη ουρά … Dictionary of Greek